ἀκήδευτος

ἀκήδευτος
ἀκήδευτος
unburied
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακήδευτος — η, ο (Α ἀκήδευτος, ον) [κηδεύω] άταφος νεοελλ. αυτός που τόν έθαψαν χωρίς κηδεία …   Dictionary of Greek

  • ακήδευτος — η, ο 1. ο νεκρός που δεν κηδεύτηκε ακόμη: Αν φύγουμε τώρα, θα προλάβουμε το νεκρό ακήδευτο. 2. αυτός που θάφτηκε χωρίς κηδεία: Αναγκάστηκαν να θάψουν τους νεκρούς ακήδευτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκήδευτον — ἀκήδευτος unburied masc/fem acc sg ἀκήδευτος unburied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδεύτους — ἀκήδευτος unburied masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήδευτα — ἀκήδευτος unburied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήδευτοι — ἀκήδευτος unburied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθαπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθαπτος, ον) [θάπτω] 1. αυτός που δεν έχει ταφεί, ο άταφος 2. (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με χώμα νεοελλ. 1. ακήδευτος 2. αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκε αρχ. ο ανάξιος ταφής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”